προαπολείπω

προαπολείπω
Α
1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.)
2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων
3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων
4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν» — εγκαταλείπω πρώτος εγώ τον τρόπο τής ενέργειας
β) «προαπολείπω τὸν βίον» ή απλώς «προαπολείπω» — πεθαίνω πριν να τελειώσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπολείπω «αφήνω, εγκαταλείπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαπολείπει — προαπολείπω leave beforehand pres ind mp 2nd sg προαπολείπει , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείποντι — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc/neut dat sg προαπολείποντι , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείπουσι — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προαπολείπουσι , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείπουσιν — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προαπολείπουσιν , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολιπόντων — προαπολείπω leave beforehand aor part act masc/neut gen pl προαπολιπόντων , προαπολείπω leave beforehand aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπέλιπον — προαπολείπω leave beforehand aor ind act 3rd pl προαπέλιπον , προαπολείπω leave beforehand aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • προαπολείπειν — προαπολείπω leave beforehand pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείπεται — προαπολείπω leave beforehand pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείποντες — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”